- φυλλολογώ
- φυλλολογῶ, -έω, ΝΑ [φυλλολόγος]αφαιρώ φύλλα από κλαδί, ξεφυλλίζωνεοελλ.γυρίζω τα φύλλα βιβλίου, φυλλομετρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλλολογώ — φυλλολόγησα 1. αμτβ., συλλέγω φύλλα φυτού (μουριάς, συκιάς κτλ.). 2. διαβάζω βιαστικά, φυλλομετρώ, ξεφυλλίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
φυλλολόγημα — το, Ν 1. συλλογή φύλλων για να χρησιμοποιηθούν για αφεψήματα ή ως ζωοτροφή 2. αφαίρεση φύλλων, ξεφύλλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν Γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque] … Dictionary of Greek